αὐτεπάγγελτος — offering of oneself masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτεπάγγελτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που κάνει κάτι από δική του προαίρεση: Ήταν για μένα ο αυτεπάγγελτος προστάτης. 2. αυτός που γίνεται από επαγγελματικό δικαίωμα, από το αξίωμα που κάποιος έχει: Η επέμβαση του εισαγγελέα στην υπόθεση αυτή ήταν αυτεπάγγελτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτεπαγγέλτως — αὐτεπάγγελτος offering of oneself adverbial αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεπάγγελτον — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem acc sg αὐτεπάγγελτος offering of oneself neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεπαγγέλτοις — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεπαγγέλτου — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεπαγγέλτους — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεπαγγέλτῳ — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτεπάγγελτοι — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek