αυτεπάγγελτος

αυτεπάγγελτος
-η, -ο (AM αὐτεπάγγελτος, -ον)
αυτός που κάνει κάτι από μόνος του ή από δική του προαίρεση
νεοελλ.
φρ. «αυτεπάγγελτη δίωξη» — η ποινική δίωξη που κινείται εξ επαγγέλματος από τον εισαγγελέα όταν μάθει ότι έγινε κάποια αξιόποινη πράξη
αρχ.
απρόσκλητος, αυτός που προσκαλεί μόνος του τον εαυτό του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αὐτεπάγγελτος — offering of oneself masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτεπάγγελτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που κάνει κάτι από δική του προαίρεση: Ήταν για μένα ο αυτεπάγγελτος προστάτης. 2. αυτός που γίνεται από επαγγελματικό δικαίωμα, από το αξίωμα που κάποιος έχει: Η επέμβαση του εισαγγελέα στην υπόθεση αυτή ήταν αυτεπάγγελτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτεπαγγέλτως — αὐτεπάγγελτος offering of oneself adverbial αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτεπάγγελτον — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem acc sg αὐτεπάγγελτος offering of oneself neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτεπαγγέλτοις — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτεπαγγέλτου — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτεπαγγέλτους — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτεπαγγέλτῳ — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτεπάγγελτοι — αὐτεπάγγελτος offering of oneself masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”